- ποιμένισσα
- ποιμέν-ισσα, ἡ,A shepherdess, BGU 1289.11(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιμένισσα — ἡ, Α θηλ. τού ποιμήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, μένος + επίθημα ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] … Dictionary of Greek
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek